θεβεσιανός

θεβεσιανός
-ή, -ό
ανατ.
1. φρ. «θεβεσιανή βαλβίδα» — μηνοειδής πτυχή στο στόμιο τής εκβολής τού στεφανιαίου κόλπου στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς
2. φρ. «θεβεσιανά τρήματα» — μικρότατα στόμια καρδιακών φλεβών πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thebesian (valve) < το όνομα τού Γερμανού φυσιολόγου Adam G. Thebesius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”